- γάργαρος
- η , ο1) журчащий (тж. перен. ); 2) чистый, прозрачный (о воде)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Γάργαρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάργαρος — η, ο (Μ γάργαρος, ον) [γαργαρίζω] (για ήχο) καθαρός, κρυστάλλινος, μεταλλικός νεοελλ. 1. (για τρεχούμενο νερό) ο διαυγής, ο ολοκάθαρος που τρέχει κελαρύζοντας 2. ο λαμπερός («γάργαρο φεγγάρι», «γάργαρα χρώματα») … Dictionary of Greek
γάργαρος — η, ο 1. ο κελαρυστός, ο καθαρός, ο διαυγής: Γάργαρο ρυάκι. 2. μτφ.: Γάργαρο γέλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γάργαρε — Γάργαρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαριστός — ή, ό [γαργαρίζω] 1. (για τρεχούμενα νερά) ο γάργαρος, ο διαυγής 2. (για ήχο) α) ο καθαρός, ο μεταλλικός β) ο βροντερός … Dictionary of Greek
Γαργάροις — Γάργαρον neut dat pl Γάργαρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαργάρου — Γάργαρον neut gen sg Γάργαρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαργάρων — Γάργαρον neut gen pl Γάργαρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαργάρῳ — Γάργαρον neut dat sg Γάργαρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γάργαρ' — Γάργαρα , Γάργαρον neut nom/voc/acc pl Γάργαρε , Γάργαρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γάργαρον — neut nom/voc/acc sg Γάργαρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)